Logo
Prev
search
Print
addthis
Rotate
Help
Next
Contents
All Pages
Browse Issues
Buy This Issue
Επιλέξτε έκδοση
Δευτέρα
Πέμπτη
Σάββατο
Home
'
Neos Kosmos Monday : 26 June 2017
Contents
4 - ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 26 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΠΑΡΟΙΚΙΑ Μνήμη Δικαίου μετ’ εγκωμίων; ΚΑΚΗ ΜΠΑΛΗ ΔΡ ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΑΚΑΚΟΣ* Όσοι γινούν πρωθυπουργοί όλοι τους θα πεθάνουν τους κυνηγάει ο λαός απ’ τα καλά που κάνουν... (Μάρκος Βαμβακάρης, 1936) Στην πρόσφατη κηδεία του τέως πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, για πολλοστή φορά γίναμε μάρτυρες ενός κακόγουστου πλέον φαινομένου-σίριαλ το οποίο – στους χαλεπούς καιρούς που ζει η Ελλάδα – τείνει να λάβει νοσηρές διαστάσεις. Πρόκειται για το φαινόμενο «Μνήμη Δικαίου μετ’ εγκωμίων». Μια τελετουργία, τη διεκπεραίωση της οποίας αναλαμβάνουν εργολαβικά, με επαγγελματική ευσυνειδησία διάφοροι ρήτορες. Απώτερος σκοπός: δια των επικηδείων να τιμηθεί – υποτίθεται – η μνήμη του μεταστάντος. Λέω «σίριαλ» διότι κάθε τόσο γινόμαστε, εκόντες άκοντες, θεατές του ίδιου απαράλλακτου και ανιαρού έργου – αν και με διαφορετικούς πρωταγωνιστές κάθε φορά. Την παράσταση αναλαμβάνουν να εξωρασουν με επαγγελματική δυνότητα (κι ευτυχώς αφιλοκερδώς) κάποιοι επιλεγμένοι ομιλητές. (Περίπου κάτι αντίστοιχο με τις μοιρολογίστρες παλαιοτέρων εποχών οι οποίες – εν αντιθέσει με τους ομιλητές και πάντα με το αζημίωτο – αναλάμβαναν να δώσουν τα ρέστα τους στην περφόρμανς θρηνωδίας, προκειμένου να παρουσιάσουν ένα άψογο show σπαραξικάρδιου αποχαιρετισμού του εκδημήσαντος, εντυπωσιάζοντας και συγκινώντας τους τεθλιμμένους). Το ίδιο συνέβη στις κηδείες προγενέστερων πολιτικών ηγετών. Το ίδιο κι απαράλλακτο θέατρο του παραλόγου θα παρακολουθήσουμε στις κηδείες των μεταγενέστερων. Κάποιους ανιαρούς ρήτορες να διαγκωνίζονται πλειοδοτώντας με λαϊκίστικες κορώνες και υπερθεματίζοντας σε «λιβανίσματα» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) για το πόσο σπουδαία προσωπικότητα υπήρξε ο εκλιπών. Αδιαφορώντας με προκλητική ασέβεια στα ιερά λόγια (που μάλλον τα θεωρών ψιλά γράμματα...) που προηγήθησαν: «Πού έστιν η του κόσμου προσπάθεια; Πού έστιν η των προσκαίρων φαντασία; Πού έστιν ο χρυσός και ο άργυρος; Πού έστιν των ικετών η πλημμύρα και ο θόρυβος; Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά. [...] Άρα τις έστι, βασιλεύς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός;». Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι η οποιαδήποτε αποτίμηση του βίου και της πολιτείας του προαναφερθέντος τέως πρωθυπουργού. Επ’ αυτών θα αποφανθεί ο ιστορικός του μέλλοντος και ο πανδαμάτωρ χρόνος, δηλαδή η ίδια η Ιστορία. Διόλου οι βιαστικοί επικηδειολόγοι με τη «φτήνια και μακρηγορία των χωρίς αντίκρισμα [λόγων τους]», για να δανειστώ μια καίρια διατύπωση του Οδυσσέα Ελύτη, αναφορικά με τους λόγους των πολιτικών αρχηγών (βλ. «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά», εκδ. Ίκαρος, 1990, σ. 33). Ωστόσο, αφορμώμενος από την πρόσφατη κηδεία του τελευταίου, και ανακαλώντας στη μνήμη τους ίδιους επικήδειους προγενέστερων πρωθυπουργών μας, αναπόφευκτα περιέπεσα στον πειρασμό να εκφράσω τον εξής προβληματισμό μου: Αν όλοι αυτοί οι εκδημήσαντες «πατέρες του έθνους», από την ανεξαρτησία της Ελλάδας έως σήμερα, υπήρξαν όντως τόσο μεγάλες και μοναδικές πολιτικές φυσιογνωμίες όσο γενναιόδωρα περιγράφονται στους καλά ενορχηστρωμένους επικηδείους τους («statesmen, μεγάλοι εθνικοί ηγέτες, οραματιστές πρωτοπόροι, ενάρετοι, αγωνιστές, πατριώτες, άξιοι, κτλ») τότε προκύπτει ένα εύλογο και αναπάντητο ερώτημα: Πώς και γιατί η δύσμοιρη χώρα μας κατάφερε να χρεοκοπήσει για πολλοστή φορά και να ξεπέσει από κάθε άποψη: οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, ηθικά, κτλ); Τις πταίει που έπιασε κυριολεκτικά πάτο; Γιατί για να φτάσει εδώ που έφτασε (στο απόλυτο τέλμα, στην οδό Αβύσσου, ώρα μηδέν) σίγουρα κάποιοι ευθύνονται. Προφανώς και δεν φταίει ο γιαλός που ήταν... στραβός, αλλά οι ίδιοι οι «καπετάνιοι» που στραβά αρμένιζαν το σκάφος, ρίχνοντάς το πάνω στά βράχια! Την αληθινή απάντηση για την «ταμπακέρα» (δηλαδή την πραγματική αξία των κυβερνητών της Ελλάδας) αποφεύγουν, με περισσή υποκρισία, να τη δώσουν οι διάφοροι γραφικοί επικηδειολόγοι, για προφανείς λόγους. Ευτυχώς όμως που την έδωσε πριν 121 χρόνια μια απ’ τις μεγαλύτερες και πιο σεβάσμιες μορφές των ελληνικών γραμμάτων. Ο μέγιστος διηγηματογράφος μας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) σε κείμενό του που δημοσίευσε το 1896. (Μου το έστειλε με email στις 2.7.2015 ο φίλος ποιητής και συγγραφέας Γιώργος Βέης από την Τζακάρτα όπου υπηρετούσε ως πρέσβης, παραμονές της αναχώρησής του για το Παρίσι, προκειμένου να αναλάβει νέα καθήκοντα ως πρέσβης της Ελλάδας στην UNESCO. Με την εξής σημείωση: «Αξίζει πραγματικά, από τον μεγάλο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Σα να ζει μαζί μας σήμερα...»). Το μνημειώδες και διαχρονικά επίκαιρο αυτό κείμενο φέρει τον τίτλο «Τις ημύνθη περί πάτρης;» και το παραθέτω προς επίρρωσιν των παραπάνω ισχυρισμών μου: «Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος. Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί, εκατάστρεψαν το έθνος, ανάθεμά τους. Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Τότε σ’ εξεθέωναν οι προεστοί κ’ οι ‘γυφτοχαρατζήδες’, τώρα σε ‘αθεώνουν’ οι βουλευταί κ’ οι δήμαρχοι. Αυτοί που είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, τους έταζαν ‘φούρνους με καρβέλια’, δώσαντες αυτοίς ουχί πλείονας των είκοσι δραχμών μετρητά, απέναντι, καθώς τους είπαν, και παρακινήσαντες αυτούς να εξοδεύσουν κι απ’ τη σακκούλα τους όσα θέλουν άφοβα, διότι θα πληρωθούν μέχρι λεπτού, σύμφωνα με τον λογαριασμόν, ον ήθελαν παρουσιάσουν. Το τέρας το καλούμενον επιφανής τρέφει τη φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων τα οποία αποζώσιν εξ αυτού. Μεταξύ δύο αντιπάλων μετερχομένων την αυτήν διαφθορά, θα επιτύχει εκείνος όστις ευπρεπέστερον φορεί το προσωπείον κ’ επιδεξιώτερον τον κόθορνον. Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεοκοπίας» (εφ. «Ακρόπολις», 1896). Κείμενα σαν κι αυτό οφείλουν να έχουν υπόψη τους οι επιπόλαιοι ρήτορες των δεκάρικων (επικηδείων) και βιαστικοί τιμητές των μεταστάντων πριν αναλάβουν με αυταρέσκεια το άχαρο έργο της ματαιόδοξης κενολογίας τους. Αυτοί όμως περί άλλα τυρβάζουν, καθώς ζουν στη «μυθική χώρα της άστοχης προσδοκίας» επιμένοντας στις «Κουβέντες χωρίς περιεχόμενο, / [στις] αναλύσεις σπάνιας ανακρίβειας, / μεστού παραλογισμού» – για να χρησιμοποιήσω τους καίριους στίχους από την πρόσφατη συλλογή «Siste Viator» («Σταμάτα ταξιδιώτη») του νέου, φέρελπι ποιητή Βασίλη Στεφανή. Διότι εάν διέθεταν ψήγματα αυτογνωσίας δεν θα εξέθεταν εαυτούς και αλλήλους – δηλαδή, τους κεκοιμημένους τους οποίους υποτίθεται ότι πασχίζουν να τιμήσουν και δικαιώσουν, ενώ ουσιαστικά τους ευτελίζουν με την ανέξοδη και αβασάνιστη λογοδιάρροιά τους. Πολύ περισσότερο εάν γνώριζαν τη σοφή ρήση του κλασικού Αμερικανού συγγραφέα Μαρκ Τουέιν: «Είναι καλύτερα να αξίζεις τις τιμές και να μην τις έχεις, παρά να τις έχεις και να μην τις αξίζεις». Διότι στην πιο ιερή στιγμή «ακόμη και η σιωπή πολλές φορές είναι πιο πολύτιμη σε σχέση με μια «ψευδοδραστηριότητα» (των ανούσιων επικηδείων) όπως επισημαίνει ο Σλοβάκος διανοητής Σλάβοϊ Ζίζεκ. Πολύ περισσότερο δεν θα διανοούνταν να κάνουν λόγο περί «πατριωτισμού» των τεθνεόντων, αν είχαν μελετήσει κατ’ ελάχιστον τον επιφανή λόγιο Σάμιουελ Τζόνσον, ο οποίος ισχυρίζεται ότι «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων»! Δυστυχώς όμως οι εκάστο- τε επικηδειολόγοι τυγχάνει να είναι ή να υπήρξαν, κατά κανόνα, οι ίδιοι (εξ επαγγέλ- ματος) πολιτικοί. Συνεπώς θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αποφύγουν την πεπατημένη. Πρώτον, διότι έχουν την ψευδαίσθηση πως «επικήδειος είναι λόγια πάνω από τον τάφο που δείχνουν πως οι αρετές που αποκτώνται πεθαίνοντας έχουν αναδρομική ισχύ», όπως ισχυρίζεται ο Αμερικανός συγγραφέας Ambrose Bierce. Δεύτερον και σημαντικότερο, διότι «η πολιτική γλώσσα είναι σχεδιασμένη για να κάνει τα ψέματα να ακούγονται αληθινά και να δίνει μια επίφαση σταθερότητας σε ό,τι δεν είναι παρά αέρας κοπανιστός», καθώς επισημαίνει ο θρυλικός συγγραφέας Τζορτζ Όργουελ. Δηλαδή οι άνθρωποι αυτοί είναι τόσο πολύ εθισμένοι και εξαχρειωμένοι με το ψέμα που, ακόμη και στην πιο ιερή στιγμή της εξόδιου ακολουθίας, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, διακατέχονται από την (ψευδ) αίσθηση ότι λένε μόνο μεγάλες, απλές και καθαρές αλήθειες για τον νεκρό! Χωρίς να συνειδητοποιούν (μέσα στον οίστρο της αμετροεπούς, κούφιας ρητορικής τους) ότι «η απλή και καθαρή αλήθεια σπάνια είναι καθαρή και ποτέ απλή», για να θυμηθούμε τον θρυλικό Όσκαρ Ουάιλντ. Εν κατακλείδι: Τούτων δοθέντων, δεν είναι διόλου περίεργο που όποτε συμβαίνει να παρακολουθήσω την κηδεία κάποιου μεγαλόσχημου (κυρίως πολιτικού ηγέτη) αυθόρμητα ανακαλώ έντονα στη μνήμη τους τόσο εύστοχους και πάντα επίκαιρους στίχους του σεμνού ανθρώπου και σημαντικότατου μεταπολεμικού μας ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, καθώς συνοψίζουν με τον ιδανικότερο τρόπο τους παραπάνω προβληματισμούς μου. Είναι από το έξοχο ποίημά του «Επιτύμβιον». Προσέξτε το: «Πέθανες – κι έγινες και συ: ο καλός. / Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πα/ τριώτης. / Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι / αντιπροέδρων, / Εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που / προσέφερες. // Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρ- / μα ήσουν, / Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο / ψέμα / Κοιμού εν ειρήνη δε θα ‘ρθω την ησυχία σου να / ταράξω. / (Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την / εξαγοράσω / Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το / σαρκίο.) / Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο / καλός, / Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πα- / τριώτης. // Δε θα ‘σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος». (Μανόλη Αναγνωστάκη, «Τα Ποιήματα 1941-1971», εκδ. Πλειάς, Αθήνα 1975, σ. 156). *Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης) και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο τιτλοφορείται: «Τα Αμαρτύρητα: Σχέδιο Βιογραφίας του Βασίλη Βασιλικού» (εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2016). ΜΙΑ φορά κι έναν καιρό, άντε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, υπήρχαν δύο είδη κάμπινγκ. Το τσαντίρι που έστηνε η οικογένεια που δεν είχε χωριό να παραθερίσει, και οι υπνόσακοι κάτω από το φεγγάρι που άπλωναν οι νεανικές παρέες, πάντα σε αναζήτηση ερημικών ακτών. Οι μεν οικογένειες -στην πλειονότητά τους, τουλάχιστον- έφερναν μαζί τους τα συμπράγκαλα από το σπίτι κι όταν έφευγαν τα έπαιρναν μαζί τους, οι δε νεανικές παρέες -πάλι στην πλειονότητά τους- κουβαλούσαν συνήθως ακόμη και το φτυάρι για να θάβουν την ανάγκη τους. Όταν τέλειωνε το καλοκαίρι Το γόπινγκ και ο Γουίλ Σμιθ οι παραλίες έμεναν συνήθως καθαρές από τα σκουπίδια των ανθρώπων, ίσως όχι επειδή είχαμε καλύτερη παιδεία, αλλά επειδή παρήγαμε λιγότερα σκουπίδια. Και επειδή λιγότεροι άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα -ή ήταν τότε της μόδας- να τις επισκέπτονται. Κι επειδή η πρόσβαση σε πολλές ήταν περιορισμένη, καθώς έφτανες μόνο σκαρφαλώνοντας ή μέσα από άθλιους χωματόδρομους. Στη συνέχεια, οι παραλί- ες έγιναν σε μεγάλο βαθμό σκουπιδότοποι. Οι περισσότεροι θεωρούσαν αυτονόητο να παρατούν πίσω τους τα πάντα, το πλαστικό ποτήρι του φραπέ, τις σακούλες με τα αποφάγια ή τις συσκευασίες από σάντουιτς και πατατάκια, τις γόπες, τις διαβασμένες εφημερίδες -ναι, κάποτε έβλεπες στις παραλίες και εφημερίδες-, τα χαλασμένα παιχνίδια του παιδιού. Και το έκαναν ακόμη κι αν ήταν να επιστρέψουν ξανά την επόμενη μέρα, στην ίδια παραλία, με αποτέλεσμα να απλώνουν την πετσέτα ανάμεσα στα δικά τους σκουπίδια. Κάποιοι, μάλιστα, θεωρούσαν αυτονόητο ότι μια αόρατη δύναμη -ο Δήμος, γιατί πληρώνουμε δημοτικά τέλη;- θα μαζέψει τη νύχτα τα σκουπίδια τους, ακόμη και σε παραλίες στην άκρη του θεού. Κι όμως, πάντοτε υπάρχουν άνθρωποι με συνείδηση -κι αυξάνονται με τα χρόνιαπου φρόντιζαν όχι απλώς να μαζεύουν τα δικά τους σκου- πίδια, αλλά έστω βρίζοντας έβαζαν στη σακούλα και τα σκουπίδια του ασυνείδητου διπλανού, που είχε φύγει σαν... κύριος. Πολλοί επιδίδονται στο σπορ του... γόπινγκ, ψαρεύουν από την άμμο τις γόπες που παρατούν οι άλλοι - και προσέχουν να μην φυτεύουν τις δικές τους. Όλοι αυτοί δεν φωτογραφίζονται ούτε γίνονται viral στο Facebook. Αλλά οι περισσότεροι θεωρούν καλοδεχούμενο τον θόρυβο που έχει γίνει από τη φωτογραφία του Γουίλ Σμιθ και της κόρης του, να καθαρίζουν, μαζί με τους μόνιμους φιλότιμους, μια παραλία του Ιονίου από τα σκουπίδια. Αν είναι χάρη στον σταρ του Χόλιγουντ να γίνει το γόπινγκ μόδα, του χρωστάμε. O Γουίλ Σμιθ και η κόρη του καθάρισαν μαζί με τους μόνιμους φιλότιμους, μια παραλία του Ιονίου Οι δικοί μας ξένοι ΠΑΝΟΣ ΣΚΟΥΡΟΛΙΑΚΟΣ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ κοινωνία τους αντιμετώπισε όταν ήρθαν ως κάτι ξένο. Δεν μιλούσαν ελληνικά. Ήσαν άνθρωποι τραχείς σαν το τοπίο της πατρίδας τους, έξυπνοι και με καλή διάθεση. Ήσαν οι τουρκόφωνοι Ρωμιοί από την Καππαδοκία που έφτασαν στον ελλαδικό χώρο ως «ανταλλάξιμοι» με τους μουσουλμάνους της Βόρειας Ελλάδας το 1924. Έκαναν εντύπωση στους Ελλαδίτες ως κάτι εξωτικό. Και βέβαια ενέπνευσαν ζωγράφους, ποιητές, μουσικούς. Πέρασαν και στη θεατρική τέχνη ως ο τύπος του «ανατολίτη» στις θεατρικές επιθεωρήσεις. Αντιμετωπίστηκαν ως περιπτώσεις που προκαλούσαν το γέλιο με τα ανύπαρκτα ή φτωχά ελληνικά τους, αλλά και την παιδική τους αθωότητα. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης τους φιλοξένησε στη σπουδαία «Αυλή των θαυμάτων» του, στο πρόσωπο του Ιορδάνη, του γέροντα που κούρνιασε στον τενεκεδένιο προσφυγικό συνοικισμό και περνά τη μέρα του σε ένα πρόχειρο χαγιάτι - παρατηρητήριο αναπολώντας την πατρίδα του και φιλοσοφώντας. Μαζί με τους άλλους ενοίκους της Αυλής, θα αναγκαστεί στο τέλος του έργου να ξεριζωθεί πάλι, γιατί η Αυλή θα γίνει πολυκατοικία, ακολουθώντας τη ροή των πραγμάτων της εποχής εκείνης που τσιμέντωσε την Αθήνα, κάνοντάς την μια άσχημη μεγαλούπολη. Με μαστοριά ο Καμπανέλλης αποτυπώνει τη μεγαλοσύνη των Καππαδοκιτών μέσω του Ιορδάνη, που είναι ένας από τους ωραιότερους ρόλους του νεοελληνικού ρεπερτορίου. Έχει άποψη μέσω της λαϊκής σοφίας του, ακόμα και για τη δημιουργία του κόσμου. Λέει σε κάποια σκηνή του έργου στον γιο του: «Τι είναι άστρα; Άκου σου πω εγώ... Θεός λέει... Πρέπει γίνει νύχτα... Κακόμοιροι άνθρωποι πλαγιάσουνε, ξεκουραστούνε... κλείσουνε μάτια τους... Διώχνει ήλιο, παίρνει μαύρη κόλλα χαρτί κουκουλώνει ουρανό... Κοιτάζει από κάτω... Όχι καλό λέει... πίσσα σκοτάδι... Παίρνει καρφίτσα, τσούκου - τσούκου, τρυπάει εδώ, εκεί, χιλιάδες τρυπάει... Ήλιος φεγγίζει από μέσα, άστρα βγαίνουνε... Άνθρωπος βλέπει, χαίρεται. Ο Θεός απάνω, λέει... Πλαγιάζει, ξεκουράζεται, κλείνει μάτια του, μέσα μυαλό του, άστρα όνειρα καλά γίνουνται... Γιάννης, πατέρα σου άκου. Αυτό είναι άστρα». Καπταντούκα στα περσικά και Καππαντόκια στα τουρκικά σημαίνει «Η Γη των όμορφων αλόγων». Οι Χετταίοι και μετά οι Χατίτες ήσαν οι παλιοί της κάτοικοι. Την περιοχή μνημονεύει και ο Ηρόδοτος. Στους κατοπινούς αιώνες οι Ρωμιοί εδώ καλλιέργησαν τα γράμματα μέσα από τη χριστιανική πίστη. Η παιδεία ήταν υποχρεωτική και δωρεάν σε όλη την Καππαδοκία. Στη Σινασό μάλιστα λειτουργούσε αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο την εποχή όπου στην πολιτισμένη Δύση τα κορίτσια δεν πήγαιναν σχολείο. Συχνά έστελναν για την τελειοποίηση της μόρφωσης τους νέους στην Αθήνα, να φοιτήσουν σε σχολές επιφανών εθνικών, διδασκόμενοι ρητορική και φιλοσοφία. Έφθαναν τόσοι πολλοί ώστε συνετέλεσαν στη γέννηση της φράσης «και έτερος Καππαδόκης». Στην Καππαδοκία η κοινότη- τα λειτουργούσε με τον δημοκρατικό τρόπο της ισονομίας. Η Δημογεροντία διοικούσε την κοινότητα με μέλη που εκλέγονταν κάθε χρόνο και ασκούσε πολλές δραστηριότητες, έως και αυτήν τη δικαστική, έχοντας δημιουργήσει μια εντόπια εσωτερική νομοθεσία. Το έδαφος της Καππαδοκίας είναι ηφαιστειογενές. Έφτιαχναν λοιπόν τα σπίτια, τους ναούς και τα μοναστήρια μέσα στο έδαφος. Το Γκιόρεμε, μια Μαστίγωμα ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ ΤΟ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ δελτίο μαστιγώματος της Ελλάδας διάνθισε ο ακροδεξιός ολλανδός Χερτ Βίλντερς, με την ερώτηση - τοποθέτησή του προς τον Γερούν Ντεϊσελμπλούμ, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες εξαπατούν την Ευρώπη παίρνοντας δανεικά τα οποία ξοδεύουν σε ούζα και σουβλάκια. Έχουν προηγηθεί διάφο- ροι, όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων πλην Αριστεράς, που αναπαρήγαν το παραπάνω ρεπερτόριο, του οποίου παραλλαγές έχουμε δει να εκστομίζονται και από ελληνικά χείλη. Ένα στερεότυπο που θα μπορούσε να συνοψιστεί και σε εικόνα με έναν λαό απείθαρχο που λιάζεται και δανείζεται από τον προκομμένο Βορρά. Από την αρχή της κρίσης, προφανώς δεν αρκούσε απλώς και μόνο η κοινή και αληθής διαπίστωση πως η Ελλάδα είχε εκτροχιαστεί δημοσιονομικά ή, ακόμη πιο αναλυτικά, το χρέος των τραπεζών έγινε δημόσιο. Έπρεπε και να συνοδευτεί από ιδεολογικό μπαράζ ενοχοποίησης του λαού μας. Τώρα είχε σβηστεί ο σκληρός κόπος των Ελλήνων, η μεταπολεμική τους περιπέτεια, ο τρόπος που ανατάχθηκαν τα λαϊκά σπίτια. Τώρα έπρεπε να γίνει focus στις υπαρκτές στρεβλώσεις της μεταπολίτευσης. Έπρεπε να κυριαρχήσει μια εικόνα δανεισμένων μπουζουκόβιων που τα σπάγανε δίχως αύριο. Απόνερα αυτής της στρατηγικής είναι τα λόγια του Βίλντερς. Καθόλου αποσπασματικά, σύμφωνα με μια ανάγνωση. Οι πιο προσεκτικοί αναλυτές, για παράδειγμα, θυμίζουν ότι έχει προηγηθεί κατά τον 19ο αιώνα η λεγόμενη και αποικιοκρατική ρητορική, η οποία μάλιστα είχε χρησιμοποιηθεί για «πολλές χώρες στην περιφέρεια των δυτικών μητροπόλεων και κατά κύριο λόγο σε αυτές του Τρίτου καλούμενου Κόσμου, αρχίζοντας από την Αίγυπτο και την Ινδία» όπως αναφέρει η νέα μελέτη «Η εικόνα της Ελλάδας στα ΜΜΕ» που επιμελήθηκε η Πέπη Ρηγοπούλου. Σχήμα που σχετίζεται - όπως γράφει η μελέτη αυτή - με το ρεύμα που αποκλήθηκε «οριενταλισμός», η ματιά δηλαδή της Δύσης για τον άλλον ως «αρνητικό, μαύρο της είδωλο». Το θέμα όμως δεν είναι ο κάθε Ακροδεξιός ή ο κάθε τέως αποικιοκράτης που βλέ- πει ως χωματερή απειθαρχίας την Ελλάδα, αλλά όλοι αυτοί εντός της χώρας που συνεχίζουν μονότονα στο ίδιο μοτίβο - συχνά πιο εκλεπτυσμένα - να μαστιγώνουν τον λαό για τις συλλογικές συμπεριφορές του. ‘Οπως, όμως, δεν υπάρ- χουν λαοί γενικώς εργατικοί, έτσι δεν υπάρχουν και λαοί γενικώς τεμπέληδες. Και όπως δεν υπάρχουν λαοί που πρέπει να μπαίνουν τιμωρία, έτσι δεν υπάρχουν και λαοί τιμωροί που με το ένα χέρι δίνουν λεφτά και με το άλλο επιβάλλουν δημοσιονομικό στρατιωτικό νόμο. Εκτός αν κάποιοι θέλουν να φτιάξουν το λίπασμα του μίσους. Μετά όμως μην υποδύονται τους έκπληκτους από τα τέρατα που θα γεννηθούν. μοναστική πολιτεία του 10ου αιώνα, με 250 εκκλησίες και μονές, έχει αναδειχθεί ως ο τρίτος περισσότερο επισκέψιμος τόπος στην Τουρκία. Η ονομασία του προέρχεται από την ελληνική λέξη «όραμα». Μουσικές, χοροί, λαϊκή αρχιτεκτονική, αγιογραφία και η καλλιέργεια των γραμμάτων χαρακτηρίζουν τον τόπο και τους ανθρώπους. Τα τραγούδια τους τα ονόμαζαν «τραγώια» πηγαίνοντας μας πίσω στην αρχέτυπη καταγωγή του τραγουδιού. Ερχόμενοι στη Ελλάδα έφεραν μαζί τους τον άυλο πολιτισμό τους, με χαρακτηριστικά που εμπλούτισαν το μέγα πεδίο του πολιτισμικού μας προσώπου και λίγες εικόνες. Όμως η Καππαδοκία θα είναι γι’ αυτούς ο χαμένος παράδεισος. Λέει ο Ιορδάνης: «Θεός έφτια- ξε άλλον ντουνιά πάνω στο φεγγάρι. Με μπαξέδες, χωριά μερακλίδικα... και λαγούτα, γυναίκες, φαΐ, πιοτί, όλα τζάμπα... Άνθρωποι όμως μπαμπέσηδες. Θεός πονηρός, φτιάχνει άλλον ντουνιά. Πειναλέο. Όποιος από απάνω ντουνιά σκάρτος, βουτάει από ποδάρι, σιχτίρ λέει και σαβουρίζει εδώ κάτω. Αυτό είναι τούτος ντουνιάς». * Ο Πάνος Σκουρολιάκος εί- ναι μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Περιφέρειας Αττικής
Links
Archive
19 June 2017
03 July 2017
Navigation
Previous Page
Next Page